Vássos Geórgas | Poesie

a cura di Costis Papazak
in collaborazione con Exitirion
traduzioni di Maria Allo


Antologia dei poeti greci contemporanei
secondo Sotirios Pastakas


UN TEMPO RICAVATO DALLE OSSA SPEZZATE DEGLI UOMINI

l’ambizione dell’uomo cambia di ora in ora e di caso in caso, così come cambia la sua psiche nelle notti di solitudine

come ipotesi di lavoro oggi ho scoperto quanto sia dolce la parola cotone se associata a una persona molto cara

si trasforma in una carezza che non si vuole mai interrompere
o nel sapore di un frutto dolce che fa fremere anche l’anima

qualche tempo dopo ho scoperto che le persone possono diventare più fredde del vento e che la gentilezza è come le foglie di un albero, così belle ma così numerose da svanire nell’involucro nero del tempo

un passo dal desiderio del padre alla maledizione del giudice
un passo prima della lapidazione della moltitudine senza peccato

questa maturità di sentimenti che segue alla lettera
il cambiamento delle stagioni è la caduta finale dell’uomo che vive in me

ΕΠΟΧΗ ΒΓΑΛΜΕΝΗ ΑΠ’ ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΚΟΚΑΛΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

η φιλοδοξία του ανθρώπου αλλάζει ανά ώρα και κατά περίπτωση όπως αλλάζει και η ψυχοσύνθεση του τις μοναχικές νύχτες

ως υπόθεση εργασίας σήμερα ανακάλυψα πόσο μαλακή λέξη είναι η λέξη βαμβάκι όταν μάλιστα τη συνδέεις με ένα πολύ αγαπημένο σου πρόσωπο

μετατρέπεται σε ένα χάδι που δε θέλεις με τίποτα να τελειώσει
ή στη γεύση ενός γλυκού φρούτου που κάνει μέχρι και την ψυχή σου να μελώνει

λίγη ώρα αργότερα ανακάλυψα πως οι άνθρωποι μπορεί να γίνουν πιο ψυχροί και απ’ τον άνεμο και πως η καλοσύνη είναι σαν τα φύλλα των δένδρων τόσο όμορφα αλλά και τόσα πολλά που εξαφανίζονται μέσα στο μαύρο περιτύλιγμα του χρόνου

ένα βήμα από την ευχή του πατέρα στην κατάρα του δικαστή
ένα βήμα πριν τον λιθοβολισμό του πλήθους των αναμάρτητων

αυτή η ωριμότητα των αισθημάτων που ακολουθεί κατά γράμμα
τις αλλαγές των εποχών είναι η τελική πτώση του ανθρώπου που ζει μέσα μου

QUAL È IL DONO DEL CUORE PER LASCIARE DIETRO DI SÉ UN PARADISO

nella parola dell’amore puro di un padre per il proprio figlio
il suono diventa una musica che ci riporta indietro nel tempo
la cui melodia è la dura condizione di sopravvivenza
nella parola di profonda demenza e fragilità
tutto il passato è cancellato —quasi distrutto
tutto sembra un susseguirsi di calamità senza fine con intervalli
ma al suono del suo nome —aristotele
c’è una parola che non rientra in nessuna non-esistenza
ed esprime ciò che viene con la fine —l’inizio

ΤΙ ΧΑΡΙΖΕΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙ ΠΙΣΩ ΤΗΣ ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

στη λέξη άδολη αγάπη του πατέρα για τον γιό του
ο ήχος γίνεται μουσική που σε ταξιδεύει στο παρελθόν
που η μελωδία της είναι η σκληρή συνθήκη της επιβίωσης
στη λέξη βαθιά γηρατειά άνοια και σωματική αδυναμία
όλο το παρελθόν σβήνει —σχεδόν καταστρέφεται
όλα μοιάζουν σαν απανωτές συμφορές με διαστήματα
αλλά στο άκουσμα του ονόματος του —αριστοτέλης
ακούγεται μια λέξη που δε χωρά σε καμία ανυπαρξία
και εκφράζει αυτό που έρχεται με το τέλος —την αρχή

STAI DAVANTI ALLA MORTE IN PIEDI COME TUO PADRE

quando ti rendi conto della crescita interiore del vero amore
sai cosa significano la gioia di vivere e la tristezza incolore della morte
gioia del sacrificio gioia dell’attesa e speranza della resurrezione
gioia della calma e della moderazione e tristezza dell’altezza o della profondità
ricca gioia della povera gente comune
gioia calda come il sole d’autunno che offusca il paesaggio terrestre
ora sai cos’è l’indescrivibile emozione dell’abbraccio di un padre

o padre, desiderio ardente tu sei il mio vangelo occulto
avrei potuto aspettare anni, secoli e anni luce…
come un cerbero affamato sul tuo letto sudato
finché ti rallegrerai rimuoverò ogni dubbio su quanto sei stato amato
finché la mia carne e le mie ossa non saranno polvere per stare con te
una cosa sola in questo cammino mano nella mano attraverso la polvere di stelle dell’universo
sussurrando parole tenere che escono dalle mie viscere

come un’epifania: tu casa tu nutri tu veste tu radice fondamento

ΝΑ ΣΤΕΚΕΣΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΟΡΘΙΟΣ ΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ

όταν συνειδητοποιείς την εσωτερική βλάστηση της αληθινής αγάπης
ξέρεις πια τι θα πει μιας ζωής χαρά και του θανάτου άχρωμη θλίψη
χαρά της θυσίας χαρά της αναμονής και ελπίδα της ανάστασης
χαρά ήρεμη και συγκρατημένη και θλίψη του ύψους ή του βάθους
πλούσια χαρά των φτωχών απλών καθημερινών ανθρώπων
χαρά ζεστή σαν τον φθινοπωρινό ήλιο που θολώνει τα γήινα τοπία
τώρα ξέρεις τι θα πει ανείπωτη συγκίνηση της πατρικής αγκαλιάς

πύρινη η επιθυμία πατέρα μου είσαι το απόκρυφό μου ευαγγέλιο
θα μπορούσα να περιμένω χρόνια αιώνες και ολόκληρα έτη φωτός
σαν πεινασμένος κέρβερος πάνω απ’ το ιδρωμένο σου κρεβάτι
όσο χαροπαλεύεις να διώξω κάθε αμφιβολία πόσο αγαπήθηκες
μέχρι να γίνουν σκόνη η σάρκα και τα οστά μου να γίνω μαζί σου
ένα σε αυτή τη βόλτα χέρι-χέρι στην αστερόσκονη του σύμπαντος
ψιθυρίζοντας τρυφερά στίχους που βγαίνουν μέσα απ’ τα σωθικά μου

σαν επιφώτιση: εσύ οικία εσύ τροφεύς εσύ ιμάτιον εσύ ρίζα θεμέλιος

DOPO IL FATTO

lo sguardo blu profondo, carissimo, pieno dell’essenza di mio padre
una porta di sicurezza per le vaste pianure con il calore dell’aldilà
un morbido sospiro a rotazione come una scintillante carezza d’amore
mi perdo negli improvvisi spruzzi di pioggia
sui balconi le grondaie cantano come galee
musica di nostalgia che sale nelle mie orecchie e mi fa girare la testa
sono immobile come una colonna di sale perché guardo indietro
la mia anima è il cuore pulsante inquieto e teso della mia infanzia

—mi guardo allo specchio e vedo sempre qualcun altro al mio posto

ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ

ακριβό βαθύ γαλάζιο βλέμμα γεμάτο ουσία του πατέρα μου
πόρτα κινδύνου στις άπλετες αλάνες με ζέστη απ’ το υπερπέραν
απαλός στεναγμός εκ περιτροπής σαν χάδι έρωτα που αχνολάμπει
χάνομαι στο πλατάγισμα της ξαφνικής βροχής
στα μπαλκόνια κελαηδούν σαν γαλιάνδρες οι υδρορροές
μουσική νοσταλγία που υψώνεται στα αυτιά μου και με ζαβλακώνει
ακίνητος μένω σαν στήλη άλατος επειδή κοιτάζω προς τα πίσω
τεντώνεται η ψυχή μου ταραγμένο χτυποκάρδι της παιδικής μου ηλικίας

—κοιτώ στον καθρέφτη εμένα και πάντοτε κάποιον άλλον βλέπω στη θέση μου

LE CANZONI E LA MUSICA CHE PIACEVANO A MIO PADRE

perché da bambini vedevamo i nostri genitori come esseri strani
mio padre passava intere estati
davanti a una piccola radio, ansioso di ascoltare
scoprire la musica, scoprire le voci, memorizzare le parole
dei testi che cantava, profetizzando cose di tutti i giorni.
il suo volto si illuminava ogni volta che qualcuno gli chiedeva
chi avesse cantato una canzone chi avesse scritto la musica
o avesse scritto i testi e lui conosceva la risposta giusta
la musica nella nostra casa disperdeva gioie e dolori
raggiungeva il vasto confine della notte – fino allo spazio
ora dal nostro balcone vediamo solo il passato
stamatis kokotas è morto e le sirene e i ragazzi
piangono la fata piumata martha karagianni

cambiamo secolo —impariamo nuovi nomi per le cose.

tutte le immagini della mia infanzia sono sfocate e mi vergogno
che non mi sono rallegrato delle piccole gioie di mio padre
e della sua generazione, ora che posso riascoltare le canzoni
che amava. capisco meglio il perché di tutta l’innocenza
del mondo era lì —presente— così tenera

pura e così viva come se ci stesse ancora chiamando per abbracciarci

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΠΟΥ ΑΡΕΣΑΝ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ

επειδή σαν παιδιά βλέπαμε τους γονείς μας σαν περίεργα όντα
ο πατέρας μου περνούσε ολόκληρα καλοκαίρια
μπροστά απ’ ένα μικρό ραδιόφωνο πεινασμένος να ακούσει
μουσικές να ανακαλύψει φωνές να απομνημονεύσει στίχους
που τραγουδούν προφητεύοντας τα καθημερινά πράγματα
το πρόσωπο του φώτιζε κάθε φορά που κάποιος τον ρωτούσε
ποιος έλεγε κάποιο τραγούδι ποιος έγραψε τη μουσική και
ποιος τους στίχους και εκείνος ήξερε τη σωστή απάντηση

η μουσική στο σπίτι μας σκόρπαγε και σε χαρές και σε λύπες
έφτανε στο απέραντο σύνορο της νύχτας —ως το διάστημα
τώρα απ’ το μπαλκόνι μας βλέπουμε μόνο το παρελθόν
ο σταμάτης κόκοτας πέθανε και οι γοργόνες και οι μάγκες
μοιρολογούν τη φτερωτή νεράιδα μάρθα καραγιάννη

αλλάζουμε αιώνες —μαθαίνουμε νέα ονόματα για τα πράγματα.

όλες μου οι παιδικές εικόνες είναι θολές και νιώθω ντροπή
που δε χάρηκα με τις μικρές χαρές του πατέρα μου
και της γενιάς του —τώρα που ακούω ξανά τα τραγούδια
που του άρεσαν καταλαβαίνω καλύτερα γιατί όλη η αθωότητα
του κόσμου ήταν εκεί —παρούσα— τόσο τρυφερή

αγνή και τόσο ζωντανή σαν ακόμα να καλεί να μας αγκαλιάσει

MIO DIO, QUANTI FUOCHI HAI MESSO IN CIELO AL POSTO DELLE STELLE

vedere le macchie sfocate di un milione di galassie
scintillanti nel crepuscolo della valle della beozia
ascoltare l’accensione del motore della mia auto
che rompe il silenzio della natura e tradisce
la frenesia della mia esistenza con frasi come “ti amo”
mi sembra che rasentino la follia come un telefono cellulare
ma un telefono senza chiave carico e aperto
per inondare tutti i telefoni con i tuoi pensieri
del mondo o sigillati ermeticamente per non perdere nemmeno una parola
per tutto ciò che pensi o senti – non lasciare che scivoli via
il tempo che ti piega lentamente mentre la vita svanisce come fumo
nei gas di scarico che inquinano l’aria che respiriamo
ora potrei immaginare di essere con mio padre
mentre accende un fiammifero nella nostra casa di famiglia
nell’inverno del 1952 prima di diventare maggiorenne e come uno spietato
piromane che si affida all’anonimato del momento
dare fuoco non solo al passato, ma anche al futuro

ΘΕΕ ΜΟΥ ΠΟΣΕΣ ΦΩΤΙΕΣ ΒΑΖΕΙΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

βλέποντας τα θολά σημεία ενός εκατομμυρίου γαλαξιών
να αστράφτουν στο λυκόφως του κάμπου της βοιωτίας
ακούγοντας την ανάφλεξη του κινητήρα του αυτοκινήτου μου
που διαλύει την ανάπαυλα της φύσης και προδίδει
τη φρενίτιδα της ύπαρξής μου φράσεις όπως το “σε αγαπώ”
μου φαίνονται να συνορεύουν με την τρέλα σαν ένα κινητό
τηλέφωνο όμως χωρίς πλήκτρα φορτισμένο και ανοικτό
για να πλημμυρίσουν με τις σκέψεις σου όλα τα τηλέφωνα
του κόσμου ή καλά σφραγισμένα να μη σου ξεφύγει λέξη
για όλα όσα σκέφτεσαι ή αισθάνεσαι —να μην ξεφύγει ο χρόνος
που σε λυγίζει σιγά σιγά καθώς η ζωή φεύγει σαν τον καπνό
στην εξάτμιση μολύνοντας τον αέρα που αναπνέουμε
θα μπορούσα τώρα να φανταστώ πως είμαι με τον πατέρα μου
καθώς βάζει ένα αναμμένο σπίρτο στο πατρικό μας σπίτι
τον χειμώνα του 1952 προτού ενηλικιωθεί και σαν αδίστακτος
εμπρηστής που έχει εμπιστοσύνη στην ανωνυμία της στιγμής
να βάζει φωτιά όχι μόνο στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον—


Ο Βάσος Γεώργας δεν υπήρξε ποτέ. Χάθηκε πριν χρόνια στη ζούγκλα της Αμαζονίας
Vássos Geórgas non è mai esistito. Si è perso anni fa nella giungla amazzonica

2 Comments

Rispondi